Aeol. for νοέω, Jo.Gramm.Comp.3.40.
[Seite 258] äol. = νοέω, Greg. Cor. de dial. aeol. p. 619.
νόημι: Αἰολ. ἀντὶ τοῦ νοέω, Γραμμ.
νόημι (Α)(αιολ. τ.) βλ. νοώ.