κονιώδες, ash-like, Hp.Coac.571.
[Seite 1482] ες, laugenartig, Hippocr.
κονιώδης: -ες, (εἶδος), ὅμοιος πρὸς τέφραν, Ἱππ. 213G.
κονιώδης, -ῶδες (Α) κόνιςαυτός που μοιάζει με τέφρα.