= πνευστιάω, Sch.E.Med. 1119.
[Seite 640] = πνευστιάω, keuchen, Sp.
πνευμᾰτιάω: κατέχομαι ὑπὸ πνεύματος, «γυναῖκα πνευματιῶσαν, πνεύματι πονηρῷ συνεχομένην» Τιμόθ. Αλεξ. 1305D, Βαλσαμ. αὐτόθι.