late form for κολλάω, Gp.4.14.1.
[Seite 1473] = κολλάω, Geopon.
κολλίζω: καὶ -ίσω, μεταγεν. τύπος τοῦ κολλάω, Γεωπ. 4. 14.
κολλίζω (Μ) κόλλακολλώ.