ἡμισύδουλος
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, half a slave, Man.4.600.
German (Pape)
[Seite 1170] ὁ, Halbsklav, Man. 4, 600.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμισύδουλος: ὁ, κατὰ τὸ ἥμισυ δοῦλος, ἡμίδουλος, Μανέθ. 4. 600.
Greek Monolingual
ἡμισύδουλος, ὁ (Α)
ο κατά το ήμισυ δούλος, ημίδουλος.