ἐγχειριστέον
English (LSJ)
one must undertake, Aët.6.22.
Spanish (DGE)
hay que poner en manos de, entregar, confiar τὰς ψυχὰς τῷ καλῶς ἐπισταμένῳ τῇ τοῦ ἁγίου πνεύματος ζέσει καταμαλασσειν ἐ. Gr.Nyss.Ep.56.9, τὰς ἀρχὰς ἐ. ὡς ἔμφροσιν var. de Pl.Lg.689d en Thdt.Affect.1.35.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐγχειρίζω, δεῖ ἐγχειρίζειν, Cod. Par. 1195, fol. 102 v0.