to be plastic, Arist.Pr.966b7.
κλῠδάω: εἶμαι κυματώδης, Ἀριστ. Προβλ. 37. 5.
κλυδάω (Α)είμαι κυματώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδων (ίσως κατά το φλυδάω.