δραμητέον
English (LSJ)
one must run, S.E.M.8.271.
Spanish (DGE)
hay que correr δ. ἐστί μοι dicho hipotéticamente por un caballo, S.E.M.8.271, cf. Phot.δ 738.
Greek (Liddell-Scott)
δραμητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δράμῃ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 271.
Russian (Dvoretsky)
δρᾰμητέον: Sext. adj. verb. к τρέχω.