= ἀπολέπω, peel, Gp.10.58.
escamarse de la piel, Gal.13.866, cf. 19.95•pelar, mondar unas almendras Gp.10.58, cf. Hsch.s.u. ἀποσκόλυπτε, Phot.α 2556.
[Seite 311] abschälen, Sp. Vgl. ἀπολοπίζω.
ἀπολεπίζω: ἀπολέπω, ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν, «ξεφλουδίζω», Γεωπ. 10. 58.
ἀπολεπίζω (Μ)ξεφλουδίζω.