αἱμασιολογέω
English (LSJ)
lay walls, Theopomp.Com.73.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰσιολογέω) levantar un muro Theopomp.Com.73.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμασιολογέω: κτίζω τοίχους, Θεόπομπ. Κωμ. Ἄδηλ. 11.
lay walls, Theopomp.Com.73.
(αἱμᾰσιολογέω) levantar un muro Theopomp.Com.73.
αἱμασιολογέω: κτίζω τοίχους, Θεόπομπ. Κωμ. Ἄδηλ. 11.