κλεπτέον
English (LSJ)
one must conceal, S.Ph.57.
Greek (Liddell-Scott)
κλεπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κλέψῃ, νὰ κρύψῃ, τόδ’ οὐχὶ κλεπτέον Σοφ. Φιλ. 57.
Greek Monotonic
κλεπτέον: ρημ. επίθ. του κλέπτω, αυτό που πρέπει να αποκρυφθεί, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλεπτέον, adj. verb. van κλέπτω, het moet verhuld worden.