ἡ, generation, Hdn.Epim.16.
-ας, ἡ generación Hdn.Epim.16.
[Seite 501] ἡ, Zeugung, Sp.
γονεία: ἡ, (γονεύω) γενεά, γένεσις, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 16.