ἱππόταυρος
English (LSJ)
ὁ, horse-bull, Hld.10.29.
Greek Monolingual
ἱππόταυρος, ὁ (Α)
αυτός που αποτελείται από ίππο και ταύρο («ἱππόταυρος ξυνωρίς» — άμαξα στην οποία έχουν ζέψει ίππο και ταύρο, Ηλιόδ.).
German (Pape)
ὁ, Pferdestier, Hel. 10.29.