ἡ, hoeing, Gp.2.24 tit.
[Seite 888] ἡ, das Behacken, Geop.
σκᾰλεία: ἡ, (σκαλεύω) σκάλισμα διὰ σκαπάνης ἢ «τσάπας», σκάψιμον, Γεωπ. 2. 24.
ἡ, Μ σκαλεύωελαφρά ανασκαφή του εδάφους με σκαπάνη.