πετρίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of πέτρα, Arist.HA547b21, Fr.338, Theophrastus Fragmenta 160, AP9.570 (Phld.), Porph.Abst.2.17.
German (Pape)
[Seite 606] τό, dim. von πέτρα, kleiner Fels; Arist. H. A. 5, 15; Ath. VII, 323 d.
Russian (Dvoretsky)
πετρίδιον: (ῐδ) τό небольшая скала Arst., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πετρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πέτρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 16, Ἀνθ. Π. 9. 570, Ἀθήν. 323D, κτλ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
πετρίδιον: τό, υποκορ. του πέτρα, σε Ανθ.