ἀριστητικός
English (LSJ)
ἀριστητική, ἀριστητικόν, fond of one's breakfast, Eup.130: Comp., Id.7.13D.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾱ-]
glotón de pers. ἀ[ρ] ιστητικώτεροι ... ἡμῶν Eup.99.13.
German (Pape)
[Seite 352] der zu frühstücken pflegt, Eupol. bei B, A. p. 79.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστητικός: -ή, -όν, «ἀριστητικός· ἀντὶ τοῦ ἔθος ἔχων ἀριστᾶν, Εὔπολις Δήμοις» Α. Β. 79, 22.