βυρσοπαγής
English (LSJ)
βυρσοπαγές, (πήγνυμι) made of hides, ῥόπτρα Plu. Crass.23.
Spanish (DGE)
-ές con parche de piel de timbales, Plu.Crass.23.
German (Pape)
[Seite 468] ές, von Leder gemacht, ῥόπτρα Plut. Crass. 23.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fait de peau, litt. où l'on a fixé de la peau (tambour).
Étymologie: βύρσα, πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
βυρσοπᾰγής: сделанный из кожи, обтянутый кожей (ῥόπτρα Plut.).
Greek Monolingual
βυρσοπαγής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -παγής < πήγνυμι.
Greek Monotonic
βυρσοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), κατασκευασμένος από δέρμα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἐκ δερμάτων κατεσκευασμένος, Πλούτ. Κράσσ. 23.
Middle Liddell
πήγνυμι
made of hides, Plut.