μετροσύνθετος

Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μετροσύνθετον, composed in metre, Tz.H.7.650.

German (Pape)

[Seite 164] γραφή, metrisch zusammengesetzt, Tzetz.

Greek Monolingual

μετροσύνθετος, -ον (Μ)
αυτός που έχει συντεθεί εμμέτρως («μετροσύνθετος γραφή», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + σύνθετος.