τό, Dim. of πλυνός 1, IG 14.217.35 (Acrae, pl.).
πλύνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πλυνός, Συλλ. Ἐπιγρ. 5430. 35, ἴδε Προσθήκας σ. 1244.
-ίου, τὸ, Α πλυνόςυποκορ. του πλυνός.