κυμινώδης
English (LSJ)
κυμινῶδες, like cummin, Thphr. HP 8.7.3.
Greek (Liddell-Scott)
κῠμῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κύμινον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3.
Greek Monolingual
German (Pape)
[ῑ], ες, kümmelartig, Theophr.
κυμινῶδες, like cummin, Thphr. HP 8.7.3.
κῠμῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κύμινον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3.
[ῑ], ες, kümmelartig, Theophr.