βαρυθυμία

Revision as of 17:16, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, sullenness, Arist. VV1251a4, Andronic. Rhod.p.570M.; heaviness of heart, depression, J.AJ16.10.5, Plu.Mar.40: pl., Id.2.477e.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 severidad, enfado ὀργιλότητος δὲ ἐστὶν εἴδη τρία, ἀκροχολία, πικρία, βαρυθυμία Arist.VV 1251a4, en la forma de tratar a los rehenes, Plu.Sert.10, ὑπ' ὀργῆς καὶ βαρυθυμίας ἐπῆγε τῇ Σπάρτῃ τὸν Πύρρον por rencor e irritación empujó a Pirro contra Esparta Plu.Pyrrh.26, cf. Plu.2.417d.
2 abatimiento, depresión Ἀριστόβουλος ἐκ βαρυθυμίας ἐπαγόμενος I.AI 16.322, ὑπὸ λύπης καὶ βαρυθυμίας ἀπορία λόγων ἔσχε Plu.Mar.40, δῆλος ἦν ἑαυτὸν ὑπὸ λύπης καὶ βαρυθυμίας διαχρησόμενος era evidente que el dolor y el abatimiento habrían de conducirle al suicidio Plu.Alex.70, cf. Andronic.Rhod.p.570, Plu.2.477e, Eus.PE 5.34.4.

German (Pape)

[Seite 434] ἡ, Missmut, Arist. de virt. et vit. 6, 7; Plut. Mar. 40 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
irritation, mécontentement.
Étymologie: βαρύθυμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυθυμία -ας, ἡ zware irritatie; zwaarmoedigheid.

Russian (Dvoretsky)

βαρυθῡμία:раздраженность, негодование, досада Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠθῡμία: ἡ, κατήφεια, μελαγχολία, Ἀριστ. π. ἀρ. κ. κακ. 6. 2, Πλούτ. Μαρ. 40.

Greek Monolingual

και βαρυθυμιά, η (AM βαρυθυμία) βαρύθυμος
δυσθυμία, σκυθρωπότητα.

Greek Monotonic

βᾰρῠθῡμία: ἡ, σκυθρωπότητα, μελαγχολία, κατήφεια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from βαρύθυμος
sullenness, Plut.