αἰγιαλώδης
English (LSJ)
αἰγιαλῶδες, frequenting the shore, ζῷα Arist.HA488b7.
Spanish (DGE)
-ες
que vive en la costa ζῷα op. πελάγια y πετραῖα Arist.HA 488b7, lituralis (sic), Gloss.2.220.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγιᾰλώδης: -ες, (εἶδος) συχνάζων εἰς τὸν αἰγιαλόν, ζῷα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 15.
Russian (Dvoretsky)
αἰγιᾰλώδης: населяющий или посещающий взморье (ζῷα Arst.).