ταυρόπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A bull-footed, σῆμα, of a rivergod, E.IA275 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1074] ποδος, ὁ, ἡ, stierfüßig, Eur. I. A. 275, ταυρόπουν σῆμα.
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A bull-footed, σῆμα, of a rivergod, E.IA275 (lyr.).
[Seite 1074] ποδος, ὁ, ἡ, stierfüßig, Eur. I. A. 275, ταυρόπουν σῆμα.