οπος, ὁ, Boeot., = μέροψ, Arist.HA559a4.
-οπος, ὁorn., n. beoc. del abejaruco Arist.HA 559a4.
εἶροψ, ο (Α)μέροψ, αυτός που έχει το χάρισμα του έναρθρου λόγου, άνθρωπος.