θύτις
English (LSJ)
ιδος, fem. of θύτης, Hsch.
A s.v. ἱρήτειρα:
German (Pape)
[Seite 1228] ἡ, fem. zu θύτης, Priesterinn, Hesych., Erkl. von ἱρήτειρα.
ιδος, fem. of θύτης, Hsch.
A s.v. ἱρήτειρα:
[Seite 1228] ἡ, fem. zu θύτης, Priesterinn, Hesych., Erkl. von ἱρήτειρα.