χειραφετημένος
Greek Monolingual
χειραφετημένος, -η, -ο
αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα
5. (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.
χειραφετημένος, -η, -ο
αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα
5. (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.