χειραφετημένος

Revision as of 18:08, 14 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

χειραφετημένος, -η, -ο
αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα
5. (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.