[πᾰ], ακος, ὁ, elsewh. σπάλαξ (q. v.),
A blind-rat, Spalax typhlus, Arist.HA533a3, Antig.Mir.10, Stoic.2.51, Ael.NA17.10; ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Opp.C.2.612: prov., τυφλότερος ἀσπάλακος Diogenian.8.25.
[Seite 373] ακος, ὁ, = σπάλαξ, Maulwurf, Plut. Symp. 7, 2, 2.