θείως
English (Woodhouse)
French (Bailly abrégé)
adv.
divinement, càd par la volonté des dieux, par l'intervention divine ; θειοτέρως HDT par une providence spéciale;
Cp. θειοτέρως ou θειότερον.
Étymologie: θεῖος¹.
Russian (Dvoretsky)
θείως: θεῖος II
1 по воле богов: θ. πως Xen. как бы по воле богов; θειοτέρως Her. по особому божественному произволению;
2 божественно (εὖ καὶ θ. Plat.; εἰρῆσθαι Arst.);
3 благоговейно, набожно (ἔχειν πρὸς τοὺς θεούς Arst.).
Greek Monolingual
(AM θείως), βλ. θείος (Ι):
1 με θεϊκό τρόπο, με θεία πρόνοια
2 έξοχα, λαμπρά (α. «μίλησε θεία» β. «θείως εἰρῆσθαι», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
επίρρ., θείως, μέσω θεϊκής πρόνοιας, σε Ξεν.· θειοτέρως, μέσω ειδικής θεϊκής πρόνοιας, μέσω της θείας Οικονομίας, σε Ηρόδ.