θείως

Revision as of 13:36, 31 December 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (Woodhouse)

by divine interposition, by divine intervention

French (Bailly abrégé)

adv.
divinement, càd par la volonté des dieux, par l'intervention divine ; θειοτέρως HDT par une providence spéciale;
Cp. θειοτέρως ou θειότερον.
Étymologie: θεῖος¹.

Russian (Dvoretsky)

θείως: θεῖος II
1 по воле богов: θ. πως Xen. как бы по воле богов; θειοτέρως Her. по особому божественному произволению;
2 божественно (εὖ καὶ θ. Plat.; εἰρῆσθαι Arst.);
3 благоговейно, набожно (ἔχειν πρὸς τοὺς θεούς Arst.).

Greek Monolingual

(AM θείως), βλ. θείος (Ι):
1 με θεϊκό τρόπο, με θεία πρόνοια
2 έξοχα, λαμπρά (α. «μίλησε θεία» β. «θείως εἰρῆσθαι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

επίρρ., θείως, μέσω θεϊκής πρόνοιας, σε Ξεν.· θειοτέρως, μέσω ειδικής θεϊκής πρόνοιας, μέσω της θείας Οικονομίας, σε Ηρόδ.