ἀνδρομάχος

Revision as of 16:13, 4 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)μάχος" to "Full diacritics=$1μᾰ́χος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰ], ον, fighting with men, χεῖρες AP7.241 (Antip. Sid.): fem. ἀνδρομάχη, ἄλοχος ib.11.378 (Pall.).

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [tb. fem. -η AP 11.378 (Pall.)]
1 que lucha con los hombres χεῖρες AP 7.241 (Antip.Sid.).
2 fig. pendenciero οὐ δύναμαι δ' ἀλόχου τῆς ἀνδρομάχης ἀναχωρεῖν no puedo huir de mi mujer pendenciera, AP l.c.

German (Pape)

[Seite 218] mit Männern kämpfend, χεῖρες Antip. Sid. 99 (VII, 241); fem. ἀνδρομάχη ἄλοχος, mit dem Manne streitend Pallad. 14 (XI, 378).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui combat contre les hommes, belliqueux.
Étymologie: ἀνήρ, μάχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρομάχος: [ᾰ], -ον, (μάχομαι) πρὸς ἄνδρας μαχόμενος, χεῖρες Ἀνθ. ΙΙ. 7. 241: - θηλ. ἀνδρομάχη ἄλοχος αυτόθι 11. 378· παρ᾽ Ὁμήρῳ, μόνον ὡς κύριον ὄνομα Ἀνδρομάχη.

Greek Monotonic

ἀνδρομάχος: [ᾰ], -ον (ἀνήρ, μάχομαι), αυτός που μάχεται, πολεμά με άνδρες, σε Ανθ.· θηλ. ἀνδρομάχη, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀνήρ, μάχομαι
fighting with men, Anth.; fem. ἀνδρομάχη Anth.