ἡμισυχοῑνιξ και ἡμιχοῖνιξ, ἡ (Α)μισή χοίνιξ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + χοίνιξ «μέτρο χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών»].