στόλισμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A equipment, garment, E.Hec.1156, Stud.Pal.22.183.45 (ii A.D.), etc., prob. in PTeb.598 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 946] τό, Rüstung, Bekleidung, γυμνόν μ' ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος Eur. Hec. 1156.
ατος, τό,
A equipment, garment, E.Hec.1156, Stud.Pal.22.183.45 (ii A.D.), etc., prob. in PTeb.598 (ii A.D.).
[Seite 946] τό, Rüstung, Bekleidung, γυμνόν μ' ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος Eur. Hec. 1156.