ον,
A = ὀρεινόμος, AP6.14 (Antip. Sid.), 240 (Phil.); prob. cj. in Anaxil.12 ; cf. ὀρεινόμος.
[Seite 371] = ὀρεινόμος; θῆρες, Antp. Sid. 15 (VI, 14); κάπρος, Philp. 47 (VI, 240).