σφυρίδιον
English (LSJ)
[ῐδ], τό, = σπυρίδιον (small basket): written σφῡρίδιν, POxy.529.5 (ii A.D.), etc.; σφῡρίδον, PRyl.382 (ii A.D.).
Greek Monolingual
και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α
βλ. σπυρίδιον.
[ῐδ], τό, = σπυρίδιον (small basket): written σφῡρίδιν, POxy.529.5 (ii A.D.), etc.; σφῡρίδον, PRyl.382 (ii A.D.).
και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α
βλ. σπυρίδιον.