αἴπολος
English (LSJ)
ὁ,
A goatherd, αἰπόλος αἰγῶν Od.20.173, cf. Hdt.2.46, Pl.Lg.639a, LXX Am.7.14. II αἰπόλος· κάπηλος (Cypr.), Hsch.
ὁ,
A goatherd, αἰπόλος αἰγῶν Od.20.173, cf. Hdt.2.46, Pl.Lg.639a, LXX Am.7.14. II αἰπόλος· κάπηλος (Cypr.), Hsch.