ζωνοδρακοντίς

Revision as of 14:12, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ζωνοδρακοντίς, -ίδος (Α)
(επίθ. της σελήνης) αυτή που περιβάλλεται, που είναι ζωσμένη από φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + δράκων (θ. δρα-κοντ-) + κατάλ. -ίς].