ή, όν,
A calling, addressing, φωνή Plu.2.354d; π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος that calls men to it, Ph.2.496.
[Seite 769] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, φωνή, Plut. de Is. et Osir. 9.