παγά

Revision as of 13:30, 19 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Dor. for πηγή.

German (Pape)

[Seite 435] ἡ, dor. = πηγή.

French (Bailly abrégé)

dor. c. πηγή.

Russian (Dvoretsky)

πᾱγά: (γᾱ) ἡ дор. = πηγή.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱγά: Δωρικ. ἀντὶ πηγή, Στησίχ. 6, 2, Πίνδ., Θεόκρ., Τραγ.

English (Slater)

πᾱγά spring Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν (O. 3.14) τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἀγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (P. 1.22) πέραν Νείλοιο παγᾶν (I. 6.23) ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν fr. 30. 2. met., εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων (P. 4.299)

Greek Monolingual

παγά, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηγή.

Greek Monotonic

πᾱγά: Δωρ. αντί πηγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πᾱγᾱ́ Dor. voor πηγή.