Στυμφάλιος
French (Bailly abrégé)
α, όν :
de Stymphale.
Étymologie: Στύμφαλος.
English (Slater)
Στυμφᾱλιος of Stymphalos ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον (O. 6.99)
Russian (Dvoretsky)
Στυμφάλιος: (ᾱ) стимфалийский er., Pind., Xen.
α, όν :
de Stymphale.
Étymologie: Στύμφαλος.
Στυμφᾱλιος of Stymphalos ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον (O. 6.99)
Στυμφάλιος: (ᾱ) стимфалийский er., Pind., Xen.