Lacon. for θῦμα, Foed. ap. Th.5.77.
ατος (τό) :lac. c. θῦμα.
σῦμα: ατος τό лак. (= θῦμα) жертва huc.
σῦμα: Λακων. ἀντὶ θῦμα, Θουκ. 5. 77.
τὸ, Α(λακων. τ.) θῦμα.
σῦμα: Λακων. αντί θῦμα.
Lacon. for θῦμα