εἰσοιχνέω
English (LSJ)
poet. Verb,
A go into, enter, c. acc., χορὸν εἰσοιχνεῦσαν Od.6.157 ; οὐδέ μιν (sc. πάτον) εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται 9.120 ; ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν A.Pr.122 (anap.).
poet. Verb,
A go into, enter, c. acc., χορὸν εἰσοιχνεῦσαν Od.6.157 ; οὐδέ μιν (sc. πάτον) εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται 9.120 ; ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν A.Pr.122 (anap.).