ὑπερδίκως
French (Bailly abrégé)
adv.
très justement.
Étymologie: ὑπέρδικος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερδίκως: (ῐ) по всей справедливости Aesch.
English (Woodhouse)
(see also: ὑπέρδικος) exceeding justly
adv.
très justement.
Étymologie: ὑπέρδικος.
ὑπερδίκως: (ῐ) по всей справедливости Aesch.
(see also: ὑπέρδικος) exceeding justly