καλίκιοι

Revision as of 22:08, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

οἱ, = Lat. calcei, Plb.30.18.3.

German (Pape)

[Seite 1308] οἱ, das lat. calcei, Schuhe, Pol. 30, 16, 3; vgl. κάλτιος.

Russian (Dvoretsky)

καλίκιοι: οἱ (лат. calcei) сапоги или обувь Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

καλίκιοι: οἱ, ἴδε ἐν λ. κάλτιος.

Greek Monolingual

καλίκιοι, οἱ (Α)
υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. calcei (πληθ. του calceus) < calx «φτέρνα»].