παρανεάτη
English (LSJ)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
s.e. χορδή;
avant-dernière corde de la lyre.
Étymologie: παρά, νεάτη.
Russian (Dvoretsky)
παρανεάτη: стяж. παρανήτη ἡ (sc. χορδή) предпоследняя струна лиры Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παρανεάτη: ἡ, = παρανήτη, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. παρανήτη.