χειρόπους

Revision as of 19:09, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_3)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, χειρόπουν, τό, gen. -ποδος,

   A = χειροπόδης, Poll.2.152.

German (Pape)

[Seite 1346] ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. -ποδος, aufgesprungene od. aufgeborstene Füße habend, οἱ τοὺς πόδας κατεῤῥηγμένοι, Poll. 2, 152; Hesych. Vgl. χειροπόδης.