γεράνιον
English (LSJ)
τό, (γέρανος)
A Geranium tuberosum, a plant, Dsc.3.116; ἕτερον γ. crane's-bill, Erodium malacoides, ibid.; also γεράνιος, Hsch. (but ἡ γεράνιος a plaster, Aët.15.15). II substance used in Alchemy, Pelag.Alch.p.256 B.
German (Pape)
[Seite 485] τό, 1) Pflanze, Storchschnabel, Diosc. – 2) ein Kran, Maschine zum Heben, Poll. 4, 130; E. M. γεράνειον geschr.