A v. ἔκτεισις. ἔκτισμα, v. ἔκτεισμα.
[Seite 781] ἡ, das Bezahlen, Büßen; βλάβης, ζημίας, χρημάτων, Plat. Legg. IX, 862 d 855 ac; διπλασία, des Doppelten, Din. 2, 17; τῶν κλεμμάτων Dem. 24, 113; ἔκτισιν ποιεῖσθαι, = ἐκτίνειν, Dem. 24, 189.