Ἀμοργοῦντος, ὁ, = Ἀμοργίτης (Amorgean, Amorgosian), Suid. s.v. ἀμόργεια.
Ἀμοργοῦντος, ὁ la isla de Amorgos Sud.s.u. ἀμόργεια q.u.