ἀτερμάτιστος
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A unbounded, ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472. II = ἀβέβαιος, ἀθεμελίωτος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 385] nuendlich, unbegränzt, ἐπιθυμία D. Sic. 19, 1 u. a. Sp.
[μᾰ], ον,
A unbounded, ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472. II = ἀβέβαιος, ἀθεμελίωτος, Hsch.
[Seite 385] nuendlich, unbegränzt, ἐπιθυμία D. Sic. 19, 1 u. a. Sp.