A v. λευκαθίζω.
[Seite 33] weiß blühen, weiß schimmern; τὸν ἂν μὴ λευκανθίζοντα ἴδωνται, τοῦτον κτείνειν Her. 8, 27, wo γυψώσας ἄνδρας vorhergeht; λευκανθίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee, Alciphr. 3, 30; λευκανθίζοντες ὀφθαλμοί S. Emp. pyrrh. 1, 44.