ἕνδυο

Revision as of 15:23, 9 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "diuissim" to "divissim")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Adv. one-two, i.e. quickly, Men.198.

Spanish (DGE)

• Grafía: divissim ἓν δύο Ael.Ep.9
adv. uno-dos, e.e., rápidamente, en un plisplas παρέσομαι γὰρ ἕνδυο Men.Fr.152.

German (Pape)

[Seite 836] erkl. Suid. ταχέως u. führt aus Men. an παρέσομαι ἕνδυο, wie wir: eins, zwei, drei.

Greek (Liddell-Scott)

ἕνδυο: ἐπίρρ., ἕως οὗ νὰ εἴπῃ τις ἓν δύο, δηλ. ταχέως, Μένανδρ. ἐν «’Εφεσίῳ» 4. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 61.

Greek Monolingual

ἕνδυο, (Α)
επίρρ. όσο χρόνο χρειάζεται για να προφέρει κανείς τα αριθμητικά εν-δυο, πολύ γρήγορα.